δορυμαχος

δορυμαχος
    δορύμαχος
    δορύ-μᾰχος
    2
    воинственный, воинский
    

(ἀρετή Timotheus ap. Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δορυμαχος" в других словарях:

  • Δορίμαχος ή Δορύμαχος — (3ος 2ος αι. π.Χ.). Αιτωλός στρατηγός. Ήταν γιος του Νικόστρατου. Το 221 π.Χ. στάλθηκε να βοηθήσει τους Φιγαλιείς εναντίον των Σπαρτιατών· στην πραγματικότητα, ωστόσο, στόχος της αποστολής ήταν να παρακολουθεί από τη Φιγαλία τις κινήσεις των… …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»